πορφυρευτικός

πορφυρευτικός
-ή, -όν, ΝΜΑ
το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική
η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πορφυρευτικαί — πορφυρευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρευτική — πορφυρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”